- παρεισγραφή
- παρεισ-γρᾰφή, ἡ,A illegal registration, Plu.2.756d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεισγραφή — ἡ, Α παράνομη εγγραφή κάποιου σε επίσημο κατάλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσγραφή «εγγραφή, καταγραφή»] … Dictionary of Greek
παρεισγραφῆς — παρεισγραφή illegal registration fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)